- ευδρανής
- εὐδρανής, -ές (Μ)1. (για πρόσωπα) ρωμαλέος, εύρωστος2. (για ιδέες, πνευματικές ικανότητες κ.λπ.) ισχυρός, σταθερός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -δρανής (< δραίνω «είμαι έτοιμος για δράση», παράλλ. τ. τού δρω), πρβλ. α-δρανής, ολιγο-δρανής].
Dictionary of Greek. 2013.